- πλόκῳ
- πλόκοςlock of hairmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλόκωι — πλόκῳ , πλόκος lock of hair masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοπλοκώ — λογοπλοκῶ, έω (Μ) συντάσω λόγους, συγγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλοκῶ (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλοκώ] … Dictionary of Greek
μηχανοπλοκώ — μηχανοπλοκῶ, έω (Μ) εφευρίσκω δόλους, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πλοκῶ (< πλόκος)] … Dictionary of Greek